- Οκινάβα
- η г., о-ва Окинава
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ριουκιού — Λέγεται και Νανσέι. Αρχιπέλαγος του Ειρηνικού ωκεανού, που καλύπτει 3.700 χλμ. περίπου μεταξύ του νότιου τμήματος της Ιαπωνίας και της Ανατ. Κινεζικής θάλασσας. Αριθμεί 60 περίπου νησιά, με συνολική επιφάνεια 3.417 τ. χλμ. Διαιρείται σε 3… … Dictionary of Greek
καμικάζι ή καμικάζε — Ιαπωνική λέξη που σημαίνει θεϊκός άνεμος και δόθηκε στον τυφώνα, ο οποίος το 1281 διασκόρπισε τον στόλο που είχαν στείλει οι Μογγόλοι εναντίον της Ιαπωνίας. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η προσωνυμία αυτή χρησιμοποιήθηκε για τους… … Dictionary of Greek
Σπρούανς, Ρέυμοντ Έιμς — (Spruance). Αμερικανός ναύαρχος (Βαλτιμόρη 1886 Πιμπλ Μπιτς, Καλιφόρνια 1969). Υποναύαρχος κατά το B’ Παγκόσμιο πόλεμο διοικούσε μια μοίρα στόλου καταδρομικών. Τον Ιούνιο του 1942 έλαβε μέρος στη ναυμαχία του Μίντγουεϊ και κατάφερε σκληρό πλήγμα… … Dictionary of Greek